- ἐρῆς
- ἐράω 1lovepres ind act 2nd sg (doric)ἐράω 2pour forthpres ind act 2nd sg (doric)ἐρέωlovepres ind act 2nd sg (doric)ἐρῶverbumfut ind act 2nd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερής — ἐρής, ὁ (Α) επιγρ. (άχρ. ονομαστ. ονόματος, τού οποίου απαντούν μόνο η γεν. πληθ. ἐρέων, η δοτ. πληθ. ἔρεσσι και θεσσαλ. ἐρέεσφι και η αιτ. πληθ. ἐρεάς) τέκνο, γιος … Dictionary of Greek
ἐρῇς — ἐράω 1 love pres subj act 2nd sg (doric) ἐράω 1 love pres ind act 2nd sg (doric) ἐράω 2 pour forth pres subj act 2nd sg (doric) ἐράω 2 pour forth pres ind act 2nd sg (doric) ἐρέω love pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρης — ἔρα earth fem gen sg (epic ionic) ἐράω 1 love imperf ind act 2nd sg (doric) ἐράω 2 pour forth imperf ind act 2nd sg (doric) ἐρέω love imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ῥέω flow imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρροτσ(ι)έρης — ο βλ. καροτσ(ι)έρης … Dictionary of Greek
ταπετσ(ι)έρης — ο, Ν 1. τεχνίτης ειδικευμένος στο ταπετσάρισμα τοίχου 2. τεχνίτης ειδικευμένος στην επένδυση επίπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tapissier < ρ. tapisser < τάπης] … Dictionary of Greek
παγκιέρης — ο μπανκ(ι)έρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. banciere (< ιταλ. banca «τράπεζα»)] … Dictionary of Greek
λαουτάρης, ο — και λαουτ(ι)έρης, ο αυτός που παίζει λαγούτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)